Η ρουτίνα εφονεύθη...

Τριγυρνούσα για ώρες. Μπορεί και μερικά λεπτά. Ποιος ξέρει. Δεν βαστούσα χρόνο. Σα να 'χε μηδενίσει το κοντέρ και δεν έγραφε μήτε λεπτά μήτε δευτερόλεπτα. Πρώτη φορά περνούσα...ολόκληρος από εκείνους τους δρόμους. Για πρώτη φορά το βλέμμα συμπορεύτηκε με την ανάσα μου, κάθε άκρο μου.


Τόσα χρόνια η ίδια διαδρομή. Ένα στενό σοκάκι που έσφυζε από κακοφτιαγμένα κτίρια με ετοιμόρροπα μπαλκονάκια που με δυσκολία χωρούσαν ένα τραπεζάκι και κάτι απλωμένα ρούχα που κουβαλούσαν τον ιδρώτα και τα αγκομαχητά της προηγούμενης νύχτας. Μια διασταύρωση λίγο παρακάτω χώριζε τον κρυμμένους ενοίκους των σπιτιών με τους κόκκινους γλόμπους από τις πολυκατοικίες που γέμιζαν τα τελευταία χρόνια με ανθρώπους σε διάφορα χρώματα, με διαφορετικούς Θεούς και τρομαγμένα βλέμματα.  


Πίσω από εκείνες τις γκρίζομορφες πολυκατοικίες κρυβόταν το γραφείο διαιπαιρεώσεων. Εκεί που τόσα χρόνια κρατούσα αιχμάλωτη κάθε λαχτάρα μου. Τίποτε πιο ασφαλές από την ρουτίνα. Αυτό άκουγα να λένε.  Στην περίπτωση μου, το μόνο που χρειαζόταν ήταν να διασχίσω ένα σοκάκι, Να περάσω ανάμεσα από βρώμικα σπίτια. Να χωρέσω το σώμα μου στις μυρωδιές και την απελπισία των προσωρινών κατοίκων εκείνων των κτηρίων και να στριμώξω το κορμί μου πίσω από το ξύλινο γραφείο με τις σφραγίδες τους συνδετήρες και τα χαρτόσημα.


Η επιστροφή ακολουθούσε την ίδια διαδρομή. Πρώτα οι γκρίζες πολυκατοίκες, έπειτα τα σπίτια που μπαινόβγαιναν αρσενικά σαν μύγες από τις μακρόστενες ξύλινες  πόρτες και στην συνέχεια ένα σοκάκι γεμάτο ακαθαρσίες από αδέσποτε και εκείνη την βρωμερή μυρωδιά της αποχέτευσης. Λίγα μέτρα μακριά ο αριθμός 5. Ο αριθμός μου. Ίσως αυτό να με ξεχώριζε από τους υπόλοιπους όλα αυτά τα χρόνια. Ο αριθμός 5. Η  μονοκατοικία με τον αριθμό 5. Ήμουν ο κύριος της μεταπολεμικής μονοκατοικίας με τον αριθμό 5.


Να το σκεφτείς καλά αυτό που πας να κάνεις,  μου έλεγε ο πρώην διευθυντής μου, ο πρώην φίλος μου. Το ύφος πότε αυστηρό και πότε θυμωμένο. Και αυτό γιατί δεν ήθελα άλλο αυτή την διαδρομή. Δεν έβρισκαν άλλον χώρο οι λαχτάρες μου να στριμωχθούνε. Δεν αντέχουν. Ήθελα να μην είμαι ο αριθμός πέντε. Το βλέμμα μου γέμιζε από την αλμύρα της θάλασσας και τα ασβεστωμένα σοκάκια. Χωνόταν στα αλμυρίκια και στην πρώτη ψαριά. Το δώμα χωρούσε όλο τον κυκλαδίτικο ήλιο μέσα του και για πρώτη φορά τα χέρια μου, το γέλιο μου και το βλέμμα μου συναντιόταν με την ανεμελιά των θαμώνων του καφενέ που κατάφερα να φτιάξω. Οι λαχτάρες μου δεν στριμώχνονταν. Η ανάσα μου δεν ήταν κοφτή, δεν ήταν αδύναμη. Και ας χαλάλισα την ρουτίνα μου. Τώρα  πια είμαι σίγουρος πως θα μπορούσα να διαπράξω και φόνο ακόμη!